- ἐπίκριον
- ἐπ-ίκριον: yard of a ship, Od. 5.254 and 318.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ἐπίκριον — yard arm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρίου — ἐπίκριον yard arm neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκρια — ἐπίκριον yard arm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκριο — το (Α ἐπίκριον) η κατώτατη σταυρωτή κεραία τού ιστού τών τρίστηλων ιστιοφόρων νεοελλ. βάτραχος τής οικογένειας τών κεκυλιιδών αρχ. το πλάγιο ξύλο τού ιστού στο οποίο δένονται τα άρμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ίκρια* «ικρίωμα, κατάστρωμα, σκέπαστρο»] … Dictionary of Greek